κρανοποιός

κρανοποιός
κρανοποιός
helmetmaker
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρανοποιός — ο (Α κρανοποιός) αυτός που κατασκευάζει κράνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κρανοποιοί — κρανοποιός helmetmaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • κρανοποιώ — κρανοποιῶ, έω (Α) [κρανοποιός] 1. κατασκευάζω κράνη 2. διηγούμαι με κομπορρημοσύνη για πολεμικά κατορθώματα …   Dictionary of Greek

  • κρανουργός — κρανουργός, ὁ (Α) ο κρανοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κρανο εργός με συναίρεση < κράνος + (F)εργός < ἔργον (πρβλ. γενεσι ουργός, στιχ ουργός)] …   Dictionary of Greek

  • κρανοποιῶν — κρανοποιέω make helmets pres part act masc nom sg (attic epic doric) κρανοποιός helmetmaker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανοποί' — κρανοποιέ , κρανοποιός helmetmaker masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”